οἰκονομουμένη

οἰκονομουμένη
οἰκονομέω
manage as a house-steward
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰκονομουμένῃ — οἰκονομέω manage as a house steward pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικονομώ — έω και άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, έω) [οικονόμος] νεοελλ. 1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας») 2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι 3. παρέχω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”